ξεψείριασμα

ξεψείριασμα
το, -ατος
απαλλαγή, καθάρισμα από τις ψείρες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ξεψείριασμα — και ξεψείρισμα, το [ξεψειριάζω / ξεψειρίζω] απαλλαγή από τις ψείρες …   Dictionary of Greek

  • αποφθειρίαση — η η απαλλαγή των ζώων και των ανθρώπων από τις ψείρες, το ξεψείριασμα …   Dictionary of Greek

  • ψείρισμα — το, Ν [ψειρίζω] 1. καθαρισμός από τις ψείρες, ξεψείριασμα 2. μτφ. σχολαστική λεπτολογία …   Dictionary of Greek

  • αποφθειρίαση — η το ξεψείριασμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψείρισμα — το, ατος η αφαίρεση των ψειρών, το ξεψείριασμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”